| διάπλασις σώματος
- Έσκουζε σαν γουρούνι, σου λέω! Νευρίασα κι εγώ και πήγα να τον κάνω να το βουλώσει... Σταμάτησε κοιτάζοντάς με με νόημα, περιμένοντας την αυτονόητη γι' αυτόν συγκατάθεσή μου. Κούνησα το κεφάλι μου σιωπηλά. Καταλάβαινα πια σχεδόν από ένστικτο τι έπρεπε να δείχνω στους άλλους, ανεξάρτητα από τη δική μου διάθεση, και σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη στιγμή για να διαφωνήσει κανείς μαζί του. ΄Εξάλλου, αν υποψιαζόταν έστω το πως αισθανόμουν, θα δίσταζε ίσως να συνεχίσει* και εγώ καιγόμουν να ακούσω. ΄Έχοντας ζήσει σχεδόν εννέα χρόνια έγκλειστος, είχα μία πλήρη εικόνα για την πραγματικότητα της φυλακής, ώστε ακόμη και τώρα, που έβγαζα τον τελευταίο χρόνο της ποινής μου σε αγροτική φυλακή, να μη χρειάζομαι πληροφορίες από δεύτερο χέρι. Είχα όμως μπλεχτεί σε μια συζήτηση που, ενώ με δυσαρεστούσε, σχεδόν ψυχαναγκαστικά την έσπρωχνα στα όριά της. - Σαν γουρούνι στη σφαγή, φίλε μου. ΄Έλα, δώσ' τα μου. Του τα 'δωσα. - Ένα..., δύο... Περίμενα να τελειώσει την άσκηση, χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από την εικόνα της "σφαγής". Μετρούσε επαναλήψεις, ανεβοκατεβάζοντας τη μεταλλική μπάρα με τα βάρη στο στήθος του, ξαπλωμένος σ' έναν μικρό πάγκο στο αυτοσχέδιο γυμναστήριο της φυλακής. Εδώ, όλα αυτοσχέδια και υποτυπώδη* συνθήκες διαβίωσης, δικαιώματα - η πτώση από το ανθρώπινο αξίωμα στο άμορφο γεγονός της ύπαρξης. Περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Σφαγή... ένταση... αγωνία για το αναπόφευκτο που πλησιάζει... επιθανάτιος ρόγχος. Ανατρίχιασα. -... έντεκα, δώδεκα! Παρ' τα. Πήρα από τα χέρια του την μπάρα και την ακούμπησα κάτω. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τις ασκήσεις μου και έμεινα να τον βοηθήσω. Τον γνώριζα από τον πρώτο ακόμη καιρό της φυλάκισής μου κι από τότε τον συναντούσα σχεδόν σε κάθε φυλακή που με πήγαιναν* χωρίς να τον νιώθω ακριβώς φίλο, τουλάχιστον δεν τον λογάριαζα για εχθρό. Σηκώθηκε λαχανιασμένος* ο ιδρώτας κυλούσε στους φουσκωμένους από την προσπάθεια μυώνες του. Το σώμα του ανέδιδε ένταση και δύναμη, χρωματίζοντας το ήδη φορτωμένο τοπίο του μυαλού μου με αποχρώσεις μιας πρωτόγονα αισθησιακής βίας. -Θα τον έκανα εγώ να σκάσει, ήθελε δεν ήθελε. Δεν θα χαλνούσε αυτός τον ύπνο μου. Σκούζουν, μουγκρίζουν... Ούτε να γαμηθούν με αξιοπρέπεια δεν μπορούν. Ήθελε το μάθημά του... Φροντιστήρια βίας, σκέφτηκα* ήξερα ότι μιλούσε σοβαρά. "Κάντε ό,τι σας έχουν κάνει, για να μη σας το ξανακάνουν"* και το Επταπύργιο ήταν ιδανικός τόπος για τέτοιου είδους μαθήματα. Του είπα τη σκέψη μου και με κοίταξε στραβά, καταλαβαίνοντας τον υπαινιγμό μου. Ύστερα από τόσα χρόνια στα σκοτεινά "εργαστήρια", τέτοιες απόψεις ακούγονταν ηθικοπλαστικές από όποιο στόμα κι αν έβγαιναν. Τι μου λες τώρα; συνέχισε. Με παρακαλούσε να τον γαμήσω και εγώ, αλλά τον σιχαινόμουν γιατί ήταν βρομιάρης. Τον είχαν ξαπλώσει και μες στα σκατόνερα!..., μόρφασε αηδιασμένος. - Ενώ αν ήταν καθαρός; ειρωνεύτηκα. Με ξανακοίταξε στραβά. Είχα την εντύπωση ότι προκαλούσα την τύχη μου μεκάτι τέτοιες εξυπνάδες, αλλά δεν κρατήθηκα. - Δεν με παρατάς κι εσύ, εδώ τρεις του τον έχωναν, θα τον πείραζε κι ένας τέταρτος; - Τότε γιατί φώναζε; Η ερώτησή μου έμοιαζε εντελώς ηλίθια. Είχα τύχει θεατής σε πολλές παρόμοιες σκηνές και γνώριζα πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει, όμως κάτι με έσπρωχνε να τραβήξω αυτή την ιστορία μέχρι τέλους. - Δεν φώναζε - μούγκριζε, είπε κοροϊδευτικά, περισσότερο προς εμένα. Η φωνή μου πρέπει να ακούστηκε σαν να ερχόταν από άλλον κόσμο, όταν ρώτησα: - Γιατί, του είχαν κλείσει το στόμα; - Ναι, με τον πούτσο τους... Δεν ξέρω αν αρρώστησα εκείνη την στιγμή ή αν ήμουν ήδη άρρωστος που καθόμουν και τον άκουγα να γελάει, επειδή βρήκε πνευματώδη την απάντησή του. ΄Ενιωθα ναυτία και μια ακατάσχετη επιθυμία να τον χτυπήσω, όμως απέφυγα ακόμη και να τον κοιτάξω, γιατί φοβόμουν μην προδοθώ. Στην οθόνη του μυαλού μου η σκηνή παιζόταν με αμείλικτο ρεαλισμό. Η πράξη με άλλα πρόσωπα, ή πράξη χωρίς πρόσωπα. ΄Όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήμασταν αποδέκτες της βίας. -Τον μαστούριασαν και τον γάμησαν, τα 'θελε ο κώλος του. ΄Ε, λίγη βία έκανε τα πράγματα ευκολότερα για όλους. ΄Αλλοθι, σκέφτηκα και σήκωσα να του δώσω τα βάρη, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο. Τον άλλο τον θυμόμουν πολύ καλά. Ωραίο παιδί, κι όλη η συζήτηση φυσικά από αυτό ξεκίνησε* μιλούσαμε για όμορφα, γυμνασμένα κορμιά και ανέφερα το δικό του. Κορμί χορευτή. Γύρω στο 1.80, με μακριά, σχεδόν κόκκινα μαλλιά, και παρουσιαστικό γεμάτο χάρη. Δεν μιλούσε πολύ αλλά είχε ευγενική ομιλία και τρόπους. Από οικογένεια στρατιωτικών, είχα ακούσει, που όταν έπεσε στην ηρωίνη, τον εγκατέλειψαν. Δεν ερχόταν κανείς να τον δει εκτός από μιά κοπέλα - αρραβωνιαστικιά του ή κάτι τέτοιο. Μόνο τα μάτια του είχαν κάτι το αλλόκοτο* σαν να ' βλεπαν προς τα μέσα ή προς κάτι άλλο, εκτός από αυτό που είχε μπροστά του - αν είχε κάτι - βυθισμένα σε μιά ήρεμη απελπισία. Δεν είχαμε πολλά πάρε - δώσε, όπως δεν είχα με κανέναν. ΄Ίσως να επιχειρούσα να τον πλησιάσω περισσότερο αν δεν ήταν τοξικομανής. Αλλά ήταν, κι αυτό απέκλειε κάθε κοινό πεδίο συνάντησης. Ωστόσο, κάτι πάνω του με τραβούσε. Αισθάνομαι άσχημα που δεν προσπάθησα μαζί του, αλλά φοβόμουν κι εγώ, ίσως περισσότερο από αυτόν. Πέρυσι έμαθα πως μόλις βγήκε, αυτοκτόνησε. - έντεκα... δώδεκα... ΄Ελα, παρ'τα. Κοίταξα γύρω μου, σάμπως σε όνειρο, τα σπασμένα παράθυρα, την ετοιμόρροπη στέγη, τους πεσμένους σοβάδες* στο παλιό, μισογκρεμισμένο κουζινάκι στην άκρη της φυλακής, χτίζαμε το σώμα μας, τον νέο μας εαυτό. -...Παρ'τα, παρ'τα. Φώναζε από την υπερένταση της προσπάθειας. ΄Εκανα να πιάσω την μπάρα με τα βάρη από τα χέρια του που τρέμανε, προσπαθώντας να συνέλθω. Μοιάζει με τιμωρία, συλλογίστηκα, να ζω τη βία σαν μιά διαρκή αναπαράσταση. Τα δάχτυλά μου χαλάρωσαν γύρω από την μπάρα, που έπεσε στο δεξί του μπράτσο, τσακίζοντάς το. Ο ήχος του κόκαλου που σπάζει ακούστηκε ταυτόχρονα με την κραυγή του. Τότε σκέφτηκα πώς έσκουζε σαν γουρούνι, σαν γουρούνι στη σφαγή.
ο γενναίος που δεν είμαι
στον αδελφό μου
΄Ηταν ένα ακόμη από εκείνα τα υγρά, καυτά μεσημέρια του Αυγούστου, με τη ζέστη να κολλάει επάνω σου και να σε τυλίγει ολόκληρο σαν ένα δεύτερο δέρμα. Από ψηλά, έτσι όπως καθόμουν στο στενό κεφαλόσκαλο, δίπλα στη βαριά σιδερένια πόρτα του θαλάμου, τα μικροσκοπικά προαύλια, κυκλωμένα από τα τεράστια τείχη, έμοιαζαν με τον πάτο ενός ξεχασμένου στη φωτιά τηγανιού. Τίποτα δεν σάλευε. Τα μισόγυμνα κορμιά των κρατουμένων που λιάζονταν ξαπλωμένοι στο τσιμέντο, ήταν ακίνητα σαν νεκρά. Οι λιγοστοί ήχοι πνίγονταν χωρίς να καταφέρνουν να διαπεράσουν το αόρατο φράγμα της αποχαυνωτικής ζέστης, που λες και είχε καθήσει πάνω από το κάστρο-φυλακή σαν μιά πρόσθετη τιμωρία για τους τροφίμους του. Οι δίδυμοι, μακρόστενοι θάλαμοι, χτισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο με την πλάτη στην εσωτερική πλευρά των τειχών, μοιάζανε και ήταν το μόνο καταφύγιο αλλά ελάχιστοι τους προτιμούσαν. Κοίταξα ψηλά τον κίτρινο ουρανό και έκλεισα τα μάτια αναποφάσιστος για το αν θα κοιμόμουν επιτόπου ή αν θα σερνόμουν μέχρι το κρεβάτι μου* τότε, τραβώντας με, ο Μιχάλης με σήκωσε να φάμε. Ο θάλαμος ήταν σχεδόν άδειος. Η μοναδική ίσως ώρα που μπορούσες να είσαι κάπως μόνος ή ανάμεσα στα πενήντα τόσα κρεβάτια και να νοιώσεις την πιό παράξενη μοναξιά, σ' έναν χώρο στοιχειωμένο από τη συνεχή παρουσία φυλακισμένων ψυχών εδώ και δεκάδες χρόνια. Η θερμοκρασία πράγματι ήταν λίγο χαμηλότερη αλλά ο αέρας βαρύς και βρόμικος από τις αναθυμιάσεις των υγρών ντουβαριών και τις μυρωδιές των κορμιών που είχαν ποτίσει τα πάντα. Το τραπέζι - ένα αναποδογυρισμένο χαρτοκιβώτιο ανάμεσα σε δύο κρεβάτια - ήταν στρωμένο. Λίγα τα αγαθά κι ακόμη λιγότερη η όρεξη* κανείς δεν έτρωγε από ευχαρίστηση... Κάθησα στο κρεβάτι δίπλα στον Μιχάλη, πειράζοντας τον Σώστη, τον τρίτο της παρέας, που είχε αρχίσει ήδη να τσιμπολογάει. Κάνα πεντάμηνο τώρα μοιραζόμασταν το ίδιο φαγητό και σκοτώναμε την ώρα μας παρέα, μολονότι ήμασταν τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι και με διαφορετικό ποινικό μητρώο...Δεν πειράζαμε κανέναν, αν και μερικές φορές κάποια πράγματα έπρεπε να μην τα αποφύγουμε, για να επιβιώσουμε. Κατά τα άλλα, αυτό που μας ενδιέφερε πάνω απ' όλα ήταν να αφαιρούμε μέρες από την ποινή μας και να τις προσθέτουμε στις υπόλοιπες χαμένες μέρες της ζωής μας, που έτσι κι αλλιώςσύντομη ήταν. Εγώ 22, το ίδιο ο Μιχάλης, 25 ο Σώστης. Τα πειράγματα είχαν αρχίσει να ανταποδίδονται και το ανόρεχτο μεσημεριανό γινόταν σιγά-σιγά μια ευχάριστη, γεμάτη οικειότητα, σχεδόν ανθρώπινη στιγμή, που όμως έμεινε μετέωρη από κάτι ξαφνικές απειλητικές παρουσίες γύρω μας. Μιά ματιά ήταν αρκετή για να καταλάβω τι παιζόταν και να νιώσω αδρεναλίνη και φόβο να με κατακλύζουν. Μέτρησα πέντε, σκορπισμένους δήθεν τυχαία μέσα στον θάλαμο. ΄Ολοι γνωστοί και μέλη της ίδιας συμμορίας που συναντούσες σε ολόκληρη τη φυλακή. Δύο στην πόρτα, άλλοι δυό δεξιά κι αριστερά μας σε κάποια απόσταση, και ο πέμπτος στο άνοιγμα των δύο κρεβατιών όπου καθόμασταν. Φορούσαν όλοι μπουφάν κι είχαν τα χέρια στις τσέπες - σουγιάς ή ξυράφι; Προσεχοντας τα λόγια μου και με έναν τόνο οικειότητας στη φωνή, στρέφηκα σ' αυτόν που στεκόταν κοντύτερά μας και ήξερα πως ήταν ο αρχηγός. Μου ήταν κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος από κάτι αιτήσεις και ερωτικά γράμματα που είχα γράψει για λογαριασμό του, χωρίς να δεχτώ το αντίτιμο που μου προσέφερε, κάτι χάπια και λίγο μαύρο δηλαδή, αν και σε τέτοιες στιγμές αυτά δεν μετράνε και πολύ. - Κώστα, υπάρχει κάποιο πρόβλημα; -Κάτι υπάρχει αλλά δεν σε αφορά. Θέλω να μιλήσω στον Μιχάλη, είπε ξερά και με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Μιά σταλιά άνθρωπος, καχεκτικός και τρελαμένος από τα χάπια, όμως επιβαλλόταν γιατί δεν τον νοιάζανε οι συνέπειες των πράξεών του. -Κατάλαβες; ξανάπε. Η απειλή - οδηγία προς τρίτους ήταν σαφής. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά, νιώθοντας ταυτόχρονα και ανακούφιση* δεν χρειάζεται να' χεις κάνει κάτι για να μπλέξεις μαζί τους. Πως όμως θα αφήναμε τον Μιχάλη στα χέρια τους; Κοίταξα τον Σώστη ψάχνοντας να βρω στήριγμα αλλά εκείνος, πιό έμπειρος από μένα, είχε γίνει κιόλας νεκρή φύση, ενώ με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα δίπλα μου τον Μιχάλη, αφύσικα ήρεμο, σαν να μην τον αφορούσε το σκηνικό. ΄Ολοι μοιάζαν να έχουν παγώσει μέσα στην αφόρητη ζέστη Τα μάτια μου έτσουζαν από τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό μου και ο μόνος ήχος που έσπαζε την εκκωφαντική σιωπή ήταν κάτι σαν μακρινές φωνές παιδιών στην παραλία. Μια μύγα πέταξε μπροστά στο πρόσωπό μου αλλά δεν τόλμησα να την διώξω. Ισορροπούσαμε σε τεντωμένο σκοινί και το παραμικρό θα γινόταν αφορμή να πέσουμε όλοι κάτω - ακροβάτες σε κακοστημένη παράσταση, που κορυφώθηκε με τη γεμάτη θεατρικότητα είσοδο του έκτου της συμμορίας, συγκατηγορούμενου του Μιχάλη σε υπόθεση ναρκωτικών. ΄Ηταν η στιγμή για να αρχίσουν οι πτώσεις. Ο Μιχάλης πετάχτηκε και, πηδώντας πάνω από τα κρεβάτια, όρμησε εναντίον του* το είχε καταλάβει πως αυτός τους είχε βάλει, για να λύσει τις διαφορές μαζί του. Το πρώτο χτύπημα βρήκε τον άλλο απροετοίμαστο. Δεν περίμενε αυτή την απελπισμένη επίθεση. Ο Μιχάλης το ήξερε πως δεν θα τη γλίτωνε και προσπάθησε να αιφνιδιάσει, δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στην πόρτα. Πέσαν οι άλλοι πάνω του. Γύρισα το κεφάλι αλλού και σκέπασα με τις παλάμες τ' αυτιά μου, να μην ακούω τα χτυπήματά και τις πνιχτές κραυγές. Δεν τολμούσα να κουνηθώ, ούτε να μιλήσω. Κρατούσα και την ανάσα μου, είχα λουφάξει στον βυθό του φόβου και της ντροπής. Δεν κράτησε πολύ, μιά απλή προειδοποίηση και φύγαν σαν τίποτα να μην είχε συμβεί. Σηκώσαμε από το βρόμικο πάτωμα το κουλουριασμένο σώμα του Μιχάλη και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του. Αίμα έτρεχε από τη μύτη του και τα χείλια του είχαν σκιστεί, ενώ το ένα του μάτι ήταν κιόλας πρησμένο. Για ώρα κανείς δεν μιλούσε και ο ένας απόφευγε το βλέμμα του άλλου. ΄Οταν κάποια στιγμή κατάφερα να τον κοιτάξω, μου είπε με παράπονο:"Δεν πειράζει. Αυτό που με πονάει είναι που δεν τον έβαλα από κάτω". ΄Εσκυψα το κεφάλι χωρίς να μιλήσω. Φαίνεται πως τελικά ο καθένας ντρεπόταν για τους δικούς του λόγους. Τρεις μήνες μετά το περιστατικό, ο Μιχάλης αποφυλακίστηκε και λίγο αργότερα σκοτώθηκε τρέχοντας με τη μοτοσικλέτα του. Εγώ συνέχισα να τρώω με τον Σώστη, που σε έξι μήνες τον πήραν μεταγωγή σε άλλη φυλακή. |