Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ ΠΕΝΑΛΤΥ

Δημήτρης Η. Παστουρματζής

Πληρωμένο πέναλτυ

"
Άντε βιάσου", φώναξε ανυπόμονα στον γιό της, που 'χε μείνει πίσω χαζεύοντας.
"Κοίταξε ανήσυχη τον ουρανό και ανατρίχιασε.
"Αντε Αλέξανδρε παιδί μου, βιάσου".
"Την τρόμαζε όλη αυτή η μαυρίλα που κρεμόταν πάνω τους. Μύριζε την αλλαγή στον αέρα και βιαζόταν να φτάσουν στο αυτοκίνητο προτού ξεσπάσει η μπόρα.
"Αλέξανδρε".
Για το χατήρι του είχε έρθει αλλά το μετάνιωσε. Η διάθεσή της ήταν πιο σκοτεινή κι απ' τα σύννεφα για να τρέχει στα πανηγύρια. Ο Σεπτέμβρης την έπνιγε. Βούλιαζε στην βροχή και στη θλίψη της. Του τό 'χε υποσχεθεί όμως του μικρού και δεν άντεχε να τον στεναχωρήσει. Το πανηγύρι αυτό, μαζί με τη "Γιορτή της σαρδέλας", ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα της περιοχής και όλοι τα περίμεναν πως και πως. Εκτός από αυτήν. Αισθανόταν τόσο ξένη με όλα αυτά γύρω της. Τον τόπο. Τους ανθρώπους.
Βάδισε προς το μέρος του παιδιού. Ένιωθε τύψεις για την αντίδρασή της. Το παιδί δεν έφταιγε σε τίποτα. Θα έπρεπε μάλιστα να του αφιερώνει περισσότερο χρόνο. Το 'λεγε και το ξανάλεγε στον εαυτό της αλλά με τη δουλειά, τις υποχρεώσεις του σπιτιού και τους ατέλειωτους καβγάδες με τον άντρα της, δεν είχε διάθεση; κουράγιο; ακόμα κι όταν υπήρχε χρόνος.
Είδε τον μικρό που 'χε καρφώσει τα μάτια του πάνω της και προσπάθησε να του χαμογελάσει.
Της την έδινε όλος αυτός ο κόσμος γύρω της. Τα χαμόγελα τους. Τα ρούχα τους. Οι βόλτες στους πάγκους των μικροπωλητών, οι μυρώδιες απ' τα σουβλάκια και τα φτηνά αρώματα, τα τενεκεδάκια της μπύρας στο χέρι, ακόμα και το μαλλί της γριάς. Τον επόμενο μήνα έκλεινε τα τριάντα τρία. Το σκεφτόταν συνεχώς. Και τί είχε καταφέρει; Να ζηλεύει το γέλιο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Έφτανε να δει ένα ερωτευμένο ζευγάρι για να γίνουν όλα μέσα της άνω κάτω. Αισθανόταν πως δεν υπήρχε πια μέρος γι 'αυτήν και της ερχόταν να κλάψει, αλλά καιρό τώρα τα δάκρυά της στέγνωναν στην ανέκφραστη θάλασσα μιας βαθειάς πίκρας.
"Μαμά, μαμά, θέλω κι εγώ να σουτάρω πέναλτυ".
Ο μικρός την τραβούσε απ' το χέρι.
"...Κοίτα, μαμά, είναι ένας τερματοφύλακας και πάνε τα παιδιά και κτυπάνε πέναλτυ".
Της έδειχνε προς το γήπεδο αλλά αυτή δεν καταλάβαινε. Έβλεπε μόνο τις πλάτες των συγκεντρωμένων που κραύγαζαν και χειροκροτούσαν. Θα τον έστελνε αύριο με τον παππού του, να κάνει ότι θέλει.
"Πάμε να φύγουμε αγόρι μου, προτού μας πιάσει η βροχή".
"Έλα μαμά, άσε με να πάω, ένα κατοστάρικο το σουτ είναι".
"Ένα κατοστάρικο το σουτ, για περάστε. Στα τρία γκολ πλούσια δώρα. Για περάστε... Έλα νεαρέ, για σένα το ένα τζάμπα".
Η φωνή του γιγαντόσωμου άντρα με το στενό ριγέ φανελάκι και το μακρύ σόρτς, ήταν αλλόκοτα στριγγλή. Έμοιαζε να βγαίνει από άλλο σώμα.
Ο Αλέξανδρος έκανε να πάει προς το μέρος του.
"Θα αργήσουμε και θα φωνάζει ο πατέρα σου", του είπε και τον έπιασε από τον ώμο.
"Έλα νεαρέ, για σένα το ένα σουτ τζάμπα".
Τράβηξε απότομα το χέρι της από το παιδί, βρίζοντας τον εαυτό της. Λες και δεν έφταναν τα όσα τους έκανε...λες και δεν τον φοβόταν αρκετά.
"Λάθη επί λαθών", σκέφτηκε βλέποντας τον μικρό να χάνεται μέσα στον κόσμο. Κόντευε τα δώδεκα κι ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν. "Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα". Αυτό το ήξερε πολύ καλά αλλά φοβόταν τις συνέπειες ενός χωρισμού...να τους βλέπει όμως να μαλώνουν και να βρίζονται... Ντρεπόταν γι΄αυτήν την εικόνα στα μάτια του παιδιού.
Διέσχισε σώματα και φωνές. Στάθηκε μπροστά σε ένα πρόχειρο κιγκλίδωμα, χωρίς ν' αφήνει το παιδί από τα μάτια της.
Είχε στήσει την μπάλα στο σημείο του πέναλτυ και έκανε πίσω για να πάρει φόρα. Απένατι ο τερματοφύλακας στήθηκε κάτω από τα δοκάρια. Χαμογέλασε στον μικρό και έστειλε στο πλάι μια τούφα μαλλιά που έπεφτε στο προσωπό του.
Ο μικρός κοίταξε τη μαμά του. Ο τερματοφύλακας χτύπησε τα γαντοφορεμένα του χέρια.
Για πρώτη φορά το βλέμμα της στάθηκε πάνω του. Τα μαύρα σύννεφα την πλάκωσαν. Κάτι σαν βροντή ακούστηκε μακρία.
Ο Αλέξανδρος ξέκινησε. Η βοή από τις φωνές τη θόλωσε. Ο Τερματοφύλακας λύγισε τα πόδια, γέρνοντας μπροστά το σώμα του.
Μια αστραπή φώτισε τα μάτια της. Τον αναγνώρισε.
Σαν σε όνειρο είδε τον εαυτό της να γυρνάει την πλάτη και να φεύγει σ΄έναν άλλον τόπο, με τα ίδια πρόσωπα. Ο τερματοφύλακας πίσω της να την φωνάζει να γυρίσει, αυτή να απομακρύνεται, πιο γρήγορα, και τα χέρια της να σφίγγουν την καινούργια ζωή στην κοιλιά της.
Ο Αλέξανδρος κλωτσούσε την μπάλα, ο τερματοφύλακας έπεφτε στη γωνιά.
Αυτός είναι! το στομάχι της δέθηκε κόμπο. Της ήρθε αναγούλα. Το όνομά του γλίστρησε στο στόμα της. Στέλιο! Ένας πόνος την ξέσκισε χαμηλά στην κοιλιά. Άνοιξε το στόμα της να φωνάξει κι η φωνή της χάθηκε πίσω στο χρόνο.
Τον είχε γνωρίσει όταν δούλευε στου πατέρα της. Οδηγός σ' ένα φορτηγάκι, κουβαλούσε τσιμέντα. Ξένος ήταν στην περιοχή, από ένα χωρίο των Σερρών. Σχεδόν συνομήλικοι, κοντά στα είκοσι. Ερωτεύθηκαν. Επτά μήνες κράτησε. Στα τελευταία έμεινε έγκυος. Του το΄πε κι αυτός εξαφανίστηκε. Γύρισε μερικούς μήνες αργότερα.Εμαθε ότι αυτή παντρεύτηκε. Έλεγε τάχα πως είναι δικό του το παιδί που κουβαλούσε μέσα της. Του γύρισε την πλάτη κι έφυγε.
Η μπάλα έφτασε στα χέρια του. Την μπλοκάρισε κι άφησε το σώμα του να κυλίσει στο χώμα.
"Αλέξανδρε". Η φωνή της βγήκε υπόκωφη. Από άλλο κόσμο.
Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες. Ο κόσμος έφευγε βιαστικός. Έτρεξε κι έσφιξε το παιδί στην αγκαλιά της.
"Γιόβο, μάζεψε τις μπάλες να φύγουμε", φώναξε ο μεγαλόσωμος άντρας με την στριγγλή φωνή στον τερματοφύλακα.
"Ντα", απάντησε. Κοίταξε τον ουρανό και κάτι μουρμούρισε στη γλώσσα της πατρίδας του.
"Ευτυχώς στη Σέρρες μιλάνε ελληνικά", σκέφτηκε, και ξεκίνησε για το αυτοκίνητο με τον μικρό στην αγκαλιά της.
Ευτυχώς!


(
Δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο «Συνάντηση» (Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 1997),




ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ

Δημήτρης Η. Παστουρματζής

Αυτές οι ιστορίες δεν έχουν καλό τέλος

Συνήθως έτσι γίνεται, παραμιλούσε, όταν συμφωνούν και οι δύο. Κι αν διαφωνούν;
Σηκώθηκε από το χαμηλό καναπέ κι άρχισε να βηματίζει πάλι πάνω-κάτω στη μικρή αίθουσα αναμονής. Αυτή η ιστορία τον έκανε να παραμιλάει. Να καταλάβαινε, τουλάχιστον και το λόγο. Ασυναίσθητα βρέθηκε να ξαναμετράει, φωναχτά αυτή τη φορά, τα μεγάλα μπεζ πλακάκια στο πάτωμα. Βήμα και πλακάκι, ενα, δύο...
πλακάκι και σκέψη...τρία...
Γιατί στα πράγματα που γίνονται από δύο να πρέπει να αποφασίζει μετά ένας;...
τέσσερα, πέντε...
Στην αρχή, όταν του το 'πε, δεν πίστευε στα αυτιά του...έξι...
Είχε φυλάξει κάπου μέσα του τα υπολείμματα εκείνης της γλυκιάς συγκίνησης...επτά...
Τόσα χρόνια ήταν μαζί και χώρια...
...το όγδοο ραγισμένο...
στομαυροπίνακα της ζωής του γραμμένη με κιμωλία...
...εννέα, δέκα, έντεκα...
Με το πρόσωπο στον τοίχο. Ήθελε βάψιμο. Γύρισε. Στο πλάτος τώρα.
...δύο...
Για μέρες δεν μιλούσε.
"Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν παιδί. Τί θέλεις, να με γεμίσεις ενοχές; Λίγα προβλήματα έχω και μόνο αυτό μου έλειπε. Αλλά πού να καταλάβετε εσείς. Φταίω εγώ που σου το είπα..."
Τη χτύπησε. Ένα χαστούκι.
"Είσαι ζώο. Ήθελες να κάνω και παιδί μαζί σου."
Σηκώθηκε κι έφυγε.
...τρία, τέσσερα, πέντε, έξι...το έβδομο είχε ένα λεκέ.
Με τη μύτη του παπουτσιού τον έξυσε. Μπροστά του περνούσαν τα χρόνια του μαζί της. Ελεύθερη, αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, χωρίς παιδί, με ένα παιδί...
"Θέλω ένα ακόμα τού 'χε πει, ο γιος μου χρειάζεται αδελφάκι. Ένα μαζί σου."
Μετά έμαθε ο άντρας της γι' αυτούς. Για καιρό δεν βλεπόταν. Ξανάσμιξαν μέχρι την ημέρα που του είπε: "Είμαι έγκυος".
Του 'ρθε να κλάψει. Δεν καθάριζε ο λέκες.
...ένα ακόμα βήμα και πάλι τοίχος...
Τη φαντάστηκε ξαπλωμένη σ' εκείνο το πτυσσόμενο κρεβάτι και πολυθρόνα μαζί, με τα πόδια ανοιχτά και σηκωμένα. Ο γιατρός καθισμένος μπροστά της, με τα χέρια του μέσα της, να ξύνει και να ξύνει...
Ήθελε να έρθει μόνη. Δεν συναντιόταν, πια. Αυτός επέμενε.
Η πόρτα άνοιξε απότομα. Μια νοσοκόμα με ποδιά χειρουργείου.
"Ελάτε να τη βοηθήσετε", είπε. Του φάνηκε επιτιμητικά.
Ήταν ξαπλωμένη σε ένα άλλο κρεβάτι πίσω από ένα μικρό διαχωριστικό.
Ο γιατρός κάτι της έλεγε. Την πλησίασε. Γύρισε το βλέμμα της πάνω του. Τα μάτια της, υγρή φωτιά τον ζεμάτισαν. Τα χείλη της σφαλισμένα. Μια γραμμή αυταπάρνησης. Κι όλες εκείνες οι φακίδες, που αγαπούσε, μαύρα στίγματα σε ωχρό φόντo.
Της έπιασε το χέρι αλλά δεν ήταν εκεί.
Περίμεναν μέχρι να συνέλθει. Σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής δεν έβγαλε μιλιά. Είπε μόνο να την αφήσει δύο τετράγωνα προτού το σπίτι της μάνας της.
"Να σου τηλεφωνήσω;" τη ρώτησε.
"Όχι", του απάντησε και χωρίς δεύτερη κουβέντα απομακρύνθηκε.



"Καλά δεν ακούς που σου μιλάω τόση ώρα;"
Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Η φωνή της ακούστηκε δυνατά στο μικρό καφέ που συναντήθηκαν στην άκρη της πόλης.
"Τί σκέφτεσαι πάλι;"
"Αυτό που λέγαμε", της είπε., "να κάνουμε ένα παιδί..."
"Βλακείες!".


(Δημοσιεύθηκε στο τομίδιο «Μετρό. Καλοκαιρινές ιστορίες» (έκδοση του περιοδικού «Μετρό», 1998) )


Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Guy Sajer. Ο ξεχασμένος στρατιώτης: Αναμνήσεις από τον πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο, 1942-1945.


ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Η.ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΤΖΗΣ
προτείνει

Guy Sajer. Ο ξεχασμένος στρατιώτης: Αναμνήσεις από τον πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο, 1942-1945. Μετ: Διονύσης Κάρδαρης, Επιμ.: Δημήτρης Σπυρόπουλος. Αθήνα, Ιωλκός 2006, 784 σελ.

Guy Sajer… Guy Sajer, ποιος είσαι λοιπόν;
Οι γονείς μου γεννήθηκαν πάνω σ' αυτή τη γη, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Μια απόσταση γεμάτη δυσκολίες, παράξενες αδυναμίες, σύνορα που μπλέχτηκαν μεταξύ τους, αλλά και συναισθήματα ισοδύναμα όσο κι ανείπωτα.
Είμαι φύτρα τούτης της σύζευξης, ταγμένος στην ευάλωτη ισορροπία, έχοντας μια μόνο ζωή για να επιλύσω τόσα προβλήματα.
Ήμουν νέος, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Τα προβλήματα προϋπήρχαν, απλώς τ' ανακάλυπτα.
Έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Τον έβαλα στη ζωή μου, αφού αυτός μόνο υπήρχε τότε, όταν εγώ ήμουν σε ηλικία ν' αγαπήσω.
Το μερτικό μου το πήρα με το παραπάνω. Ξαφνικά βρίσκομαι να τιμήσω δυο σημαίες, να υπερασπίσω δυο μέτωπα απ' τη μια τη γραμμή Ζίγκφριντ κι απ' την άλλη τη γραμμή Μαζινό. Παραέξω οι ορκισμένοι εχθροί. Υπηρέτησα, έκανα όνειρα, είχα ελπίδες. Το κρύο το έζησα κι αυτό, όπως φόβο μπροστά στην πύλη όπου δε φάνηκες ποτέ Λιλή Μαρλέν.
Μια μέρα έπρεπε και να πεθάνω, από δω και πέρα τίποτα δεν έχει σημασία.
Τέτοιος παραμένω, λοιπόν, αμετανόητος, ξένος σε κάθε ανθρώπινη συνθήκη.
Guy Sajer

Guy Sajer είναι το ψευδώνυμο του Guy Moumimoux, συγγραφέα του βιβλίου ‘‘Ο ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ – Αναμνήσεις από τον πόλεμο στο Ανατολικό μέτωπο 1942-1945’’ που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1967 (LE SOLDAT OUBLIE τίτλος πρωτοτύπου) και προκάλεσε αντιδράσεις και σχόλια ως προς την ιστορική του ακρίβεια αλλά και διθυραμβικές κριτικές, σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία σε όσες χώρες μεταφράστηκε
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1927 και ήταν καρπός του γάμου ενός Γάλλου από την περιοχή της ‘‘Κεντρικής Οροσειράς’’ (Masif central) και μιας Γερμανίδας από τη Σαξονία με το επώνυμο Sajer.
Σε ηλικία 16 ετών θα βρεθεί με τους δικούς του στην προσαρτημένη από το Γ’ Ράϊχ της Γερμανίας, περιοχή της Αλσατίας. Κυνηγώντας την περιπέτεια και υποκύπτοντας στα στερεότυπα των Γερμανών εφήβων της εποχής, βρίσκεται εθελοντής σε στρατόπεδο νεολαίας στο Στρασβούργο και αργότερα του Κελ, όπου και η Γερμανική μηχανή τον στρατολογεί στις εφοδιοπομπές των σιδηροδρόμων. Το φθινόπωρο του 1942 θα γνωρίσει
την Ρωσία ως μέλος του σώματος μεταφορών και τον αδυσώπητο χειμώνα στις Ρωσικές στέπες μεταφέροντας εφόδια σε προχωρημένες θέσεις του Γερμανικού στρατού. Τον Μάη του 1943 θα μετατεθεί εθελοντικά στην επίλεκτη μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού «Gross Deutschland» (Μεγάλη Γερμανία), με την οποία λαμβάνει μέρος στις συγκλονιστικές μάχες του Ανατολικού Μετώπου, όπου και αντί της πολυπόθητης δόξας θα γνωρίσει τη φρίκη! Την αληθινή φρίκη, αυτή που νιώθει ο πολεμιστής της πρώτης γραμμής του μετώπου. Εκεί που ο πόλεμος δεν είναι ιδεολογική ή προσωπική υπόθεση και η επιβίωση στο ρωσικό χειμώνα είναι από μόνης της μάχη. Μα πάνω απ’ όλα θα καταλάβει, με τον οδυνηρότερο τρόπο, πως όλα αυτά που τον είχαν οδηγήσει εκεί, δεν ήταν παρά ένα ολέθριο ψέμα. Πως καμιά ιδέα ή πίστη δεν άξιζε αυτή την άσκοπη θυσία.
Από το Κουρσκ έως το Χάρκοβο, παγιδευμένος μέσα στο χιόνι και τη λάσπη για ατέλειωτα μερόνυχτα, κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα του ρωσικού πυροβολικού και τα ακατάπαυστα κύματα εφόδου του εχθρού, ο Sajer θα ζήσει την κόλαση. Οι αφηγήσεις της μάχης του Μπιέλγκοροντ και το πέρασμα του ποταμού Δνείπερου αποτελούν μερικά από τα συγκλονιστικότερα σημεία του βιβλίου που καθηλώνουν τον αναγνώστη. Ακολουθεί η υποχώρηση της επίλεκτης μεραρχίας και οι απελπισμένες μάχες οπισθοφυλακής από τη Ρουμανία και τα Καρπάθια μέχρι την Πολωνία και ο χειμώνας του 1944-45 στην Ανατολική Πρωσία, στο Μέμελ και στο Ντάντσιχ όπου η φρίκη αγγίζει τον παροξυσμό. Η μαζική έξοδος του άμαχου γερμανικού πληθυσμού των ανατολικών περιοχών και ο απελπισμένος αγώνας της επιβίωσης, μέχρι την ημέρα της αιχμαλωσίας όταν η μονάδα του παραδίδεται στους Άγγλους στο Ανόβερο. Ο Sajer αντιμετωπίζεται ως «αμφίβολη περίπτωση» από την Συμμαχική Διοίκηση που δεν ήταν σίγουροι αν θα τον κατατάξουν στους Γερμανούς ή στους Γάλλους συνεργάτες των Γερμανών.
Μετά το τέλος του πολέμου του δίνεται η “δυνατότητα αποκατάστασης” με την υποχρεωτική στράτευσή του, στις τάξεις του Γαλλικού Στρατού. Για χρόνια θάβει τις αναμνήσεις του ζώντας ολομόναχος με την ιστορία, έτσι όπως την είχε ζήσει, παραμένοντας ένας “ξεχασμένος στρατιώτης” στη χώρα που γεννήθηκε.
Το 1952, όταν και αρρώστησε, ξεκίνησε να συνθέτει ψηφίδα – ψηφίδα το μωσαϊκό των βιωμάτων του από τον πόλεμο, γεμίζοντας μέσα σε πέντε χρόνια δεκαεπτά τετράδια γραμμένα με μολύβι που συνοδευόταν από λεπτομερή σχέδια και χάρτες . Το αν η ακρίβεια ορισμένων λεπτομερειών που αφορούν τοπωνυμία, υπομονάδες της μεραρχίας «Gross Deutschland» ή ονόματα αξιωματικών αμφισβητείται από κάποιους, ουδόλως θα απασχολήσει τον αναγνώστη, καθώς δεν πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο, αλλά για μια εξαιρετική μαρτυρία των πολεμικών εμπειριών του συγγραφέα με αφηγηματικά χαρίσματα που εμβαθύνει αλλά και συγκλονίζει με την αμεσότητά της, καθώς η φρίκη και ο τρόμος βρίσκουν την εκφρασή τους στις περιγραφές του.
Για την ιστορία το βιβλίο έχει αναγνωριστεί ως πραγματική αυτοβιογραφία από τον στρατό των ΗΠΑ και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των διδακτέων ιστορικών βιβλίων που αφορούν το Β Παγκόσμιο Πόλεμο στο U.S. Army Command and General Staff College, ενώ ο Ολλανδός σκηνοθέτης Paul Verhoeven έχει ενδιαφερθεί για την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο.


Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
τόμος 21ος. Τεύχος 81

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

HAROLD PINTER...later

Free Blog Counter
Poker Blog